Academia.eduAcademia.edu
ISBN 978-960-244-148-0 © 2012 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΟΜΙΛΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Αγγ. Γέροντα 6, 105 58 Αθήνα, τηλ.: 210321 8015, fax: 210321 8145 www.piop.gr, piop@piraeusbank.gr XΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ 26ου ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ Αθήνα, 12-14 Μαΐου 2006 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Μαρία Παναγιωτίδη-Κεσίσογλου ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΟΜΙΛΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Κοσμήματα και καλλωπισμός άναστασία Δρανδάκη Είναι ίσως ειρωνικό να σημειώσει κανείς ότι, εκτός από τα σημαντικά υλικά κατάλοιπα, οι πιο σαφείς πληροφορίες για τον γυναικείο καλλωπισμό προέρχονται από τη σκληρή πολεμική των εκκλησιαστικών πατέρων και από άλλα θρησκευτικά κείμενα που, στην προσπάθειά τους να ωθήσουν το σώμα –πηγή αμαρτιών και δεινών– στην αφάνεια, μας άφησαν λεπτομερέστατες περιγραφές των διαδεδομένων πρακτικών ανάδειξής του. Έτσι, γνωρίζουμε με σχετική ακρίβεια ότι, μέχρι και την υστεροβυζαντινή περίοδο, οι γυναίκες, με τη χρήση «ψιμυθίων και επιτριμμάτων» έκαναν το πρόσωπό τους λευκότερο, τα μάγουλά τους πιο ρόδινα, τα φρύδια τους πιο γραμμένα, το περίγραμμα των ματιών τους πιο έντονο. Οι λίγες αναλύσεις που έχουν γίνει στο περιεχόμενο φιαλιδίων έχουν επιβεβαιώσει την ύπαρξη ελαιωδών καταλοίπων από μύρο και μελανόχρωμη θειούχο γαλένα, που αποτελεί τη βάση για την παραγωγή του kohl –κόχλα ή χολά στις βυζαντινές πηγές– που τη χρησιμοποιούσαν για το περίγραμμα των ματιών (Κουκουλές 1948, 209-213). Για την ανάμιξη και εφαρμογή τους χρησιμοποιούνταν εργαλεία που παρουσιάζουν τόση μεγάλη ομοιότητα με τα ιατρικά, ώστε συχνά μόνο η εύρεσή τους μέσα σε συγκεκριμένα κιβωτίδια ή σε γυναικείους τάφους επιτρέπει την ταύτιση του καλλωπιστικού τους προορισμού. Απαραίτητα αντικείμενα καλλωπισμού αποτελούσαν οι καθρέπτες, τα πολυάριθμα έσοπτρα ή κάτοπτρα των πηγών, που συχνά καταγράφονται και ως δίπτυχα ή τρίπτυχα σε παπύρους του 4ου-6ου αιώνα, αν και δεν είναι γνωστά αντίστοιχα παραδείγματα. Πολύ γνωστοί είναι οι πολυτελείς μεγάλοι καθρέπτες (Mundell Mango 2003). Ακόμη πιο διαδεδομένοι όμως ήταν ευτελείς μικροί καθρέπτες, σε υλικά όπως ο πηλός, ο χαλκός και ο μόλυβδος που κατασκευάζονταν μαζικά και χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες (Art and Holy Powers 1989, αρ. 137, σελ. 218). Με χτένια, ελεφαντοστέινα και οστέινα, αλλά και απλούστερα ξύλινα, οι γυναίκες φρόντιζαν τα μαλλιά, με την πυκνότερη πλευρά τους να χρησιμεύει και για το ξεψείρισμα, όπως έχουν αποδείξει σχετικές αναλύσεις (Καθημερινή ζωή 2002, 463-465). Η περιποίηση του σώματος περιλάμβανε επίσης εξειδικευμένα εργαλεία για το καθάρισμα των αυτιών και των δοντιών (Byzance 1992, 137, αρ. 93). Στα απαραίτητα αντικείμενα καλλωπισμού πρέπει οπωσδήποτε να ενταχθούν και τα σκεύη του λουτρού. Εικονίζονται σταθερά σε παραστάσεις στολισμού γυναικών, όπως το πασίγνωστο κιβωτίδιο της Projecta (Elsner 2003) και περιλάμβαναν απαραιτήτως τον ξέστη, το χέρνιβο και τον κάδο ή σίτουλα ή σίτλα. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα περισσότερα από τα σκεύη αυτά, αν δεν προέρχονται από συγκεκριμένο αρχαιολογικό περιβάλλον, δεν είναι εύκολο να τα χαρακτηρίσουμε ως γυναικεία ή αντρικά, εκτός αν είναι ενεπίγραφα. Εξάλλου, η μελέτη του αείμνηστου Νίκου Οικονομίδη για το περιεχόμενο της οικίας κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο κατέδειξε ότι σε πολλές περιπτώσεις τα σκεύη αυτά δεν ήταν ατομικά αλλά οικογενειακά (Oikonomides 1990). Ανάλογη οικογενειακή χρήση διαφαίνεται, επίσης, από ορισμένες επιγραφές σε κάδους λουτρού της ύστερης αρχαιότητας, στις οποίες μνημονεύονται όλα τα μέλη μιας οικογένειας (Drandaki 2002). Πέρα από τα σκεύη του νερού, που κινούνται ανάμεσα στα όρια επιτραπέζιων και 152 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΔΡΑΝΔΑΚΗ 1. Το κιβωτίδιο των Μουσών από το θησαυρό του Esquiline, Ρώμη, 4ος αι., Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο M & ME 1866, 12-29, 2 (© Trustees of the British Museum). 2. Χρυσά διάτρητα κοσμήματα, 6ος-7ος αι., Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, αρ. 1810, 18351836 (φωτογραφία: Μουσείο Μπενάκη). ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΣ 153 καλλωπιστικών σκευών, τα πιο συχνά σκεύη καλλωπισμού είναι τα φιαλίδια για μύρο –είτε μεμονωμένα, είτε τοποθετημένα σε ειδικά κιβωτίδια–, όπως το διάσημο ασημένιο κιβωτίδιο με τις Μούσες (εικ. 1) από το θησαυρό του Esquiline (Shelton 1981). Η αγάπη για τα αρώματα δεν μαρτυρείται μόνο από τα πολυπληθή φιαλίδια, αλλά και από τις γραπτές πηγές. Οι πάπυροι καταγράφουν «μυροθήκια», ενώ εξίσου ενδιαφέρουσες είναι σε προσωπικές επιστολές οι παραγγελίες για την αγορά αρωμάτων. Εξάλλου, οι αρωματικές ουσίες δεν είχαν μόνο καλλωπιστικό, αλλά και θεραπευτικό και προστατευτικό προορισμό. Περνώντας στα κοσμήματα, μία πρώτη παρατήρηση είναι ότι το σύστημα στολισμού της γυναίκας παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό όμοιο με αυτό της ρωμαϊκής περιόδου. Ως προς τις κατηγορίες των κοσμημάτων, εκείνα που προορίζονταν για την κεφαλή περιλάμβαναν περόνες, διαδήματα και, κυρίως, σκουλαρίκια. Για το λαιμό και τον κορμό χρησιμοποιούσαν περιδέραια και αλυσίδες με περίαπτα, και πιο σπάνια πολυτελείς αλυσίδες σώματος περασμένες χιαστί από τους ώμους, ενώ ζώνες, περόνες και πόρπες χρησίμευαν για τη στερέωση των ενδυμάτων και επιρράμματα για τη διακόσμησή τους. Στα χέρια φορούσαν βραχιόλια και δακτυλίδια, ενώ γνωρίζουμε, τόσο από τις ιστορικές πηγές όσο και από αγιογραφικά κείμενα, όπως ο Bίος της αγίας Πελαγίας, την ύπαρξη ποδοψελλίων ή περισκελιδίων, δηλαδή βραχιολιών για τα πόδια, που συχνά φοριούνταν ως ζεύγη, όπως και τα ψέλλια για τα χέρια (Δετοράκης 1989, 582, Russo 1999, σποραδικά). Ανατρέχοντας στους παπύρους, διαπιστώνουμε ότι ένα σχετικά συνηθισμένο σύνολο κοσμημάτων που ανήκε σε μια νύφη, από την προίκα και τα δώρα του γαμπρού, περιλάμβανε ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια, ένα χρυσό περιδέραιο, ένα ή περισσότερα χρυσά δακτυλίδια και ένα ή περισσότερα βραχιόλια, συχνά ασημένια. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εικόνα αυτή αναφέρεται στην Αίγυπτο της υστερορωμαϊκής-πρωτοβυζαντινής περιόδου, μέχρι τον 7ο δηλαδή αιώνα, και επιβεβαιώνεται από τις λίγο πρωιμότερες απεικονίσεις των νεκρικών προσωπογραφιών του 2ου-3ου αιώνα (Russo 1999, σποραδικά). Η τεχνική των διάτρητων (opus interasile) (εικ. 2) κυριάρχησε στην κοσμηματοτεχνία έως τον 7ο αιώνα και επέτρεπε την εκτέλεση περίτεχνων εικονογραφικών θεμάτων, με τη χρήση μικρής ποσότητας πολύτιμης πρώτης ύλης (Γερουλάνου 1999). Ένα δεύτερο στοιχείο που κυριαρχεί στα κοσμήματα της περιόδου είναι η τάση για πολυχρωμία που εκφράζεται με το συνδυασμό ποικίλων λίθων και χρωματιστής υαλόμαζας. Από τις μαρτυρίες των παπύρων επιβεβαιώνεται επίσης η μεγάλη αγάπη για τα μαργαριτάρια, αφού συχνά αναφέρονται κοσμήματα «πινωτά, αληθινόπινα, ή ολοπίναρα» (εικ. 3) (Russo 1999, 257 κ.ε.). Ενδεικτικό επίσης είναι το χωρίο από το Βίο της αγίας Μαρίας της Νέας του 10ου αιώνα, σύμφωνα με το οποίο ο άντρας της, μετά το θάνατό της, ψάχνει για τα σκουλαρίκια της με τα μαργαριτάρια, τα οποία δεν βρίσκει γιατί η αγία τα είχε βέβαια διαθέσει στους φτωχούς. Τα περισσότερα σωζόμενα σκουλαρίκια έχουν θέση για κρεμαστά μαργαριτάρια αλλά διατηρούν λίγα από τα αρχικά, γιατί δυστυχώς τα μαργαριτάρια είναι οργανική ύλη που υφίσταται μεγάλη διάβρωση στο χρόνο (Laiou 1996, 267). Οι ίδιες τάσεις που χαρακτηρίζουν την πολυτελή κοσμηματοτεχνία εκφράζονται και στα κοσμήματα από φτηνά υλικά. Η μίμηση του κυρίαρχου γούστου αποκαλύπτεται στην όμοια σχεδίαση και τις τεχνικές των ευτελών κοσμημάτων, στην ίδια αγάπη για πολυχρωμία που εκφράζεται συχνά με ευρηματικούς τρόπους, όπως η ένθεση κράματος χαλκού σε σιδερένια κοσμήματα για να μιμηθούν αργυρεπίχρυσα (εικ. 4) ή, ακόμη, η χρήση κεραμικών επιχρυσωμένων πλακιδίων με ένθετες υαλόμαζες για την κατασκευή 154 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΔΡΑΝΔΑΚΗ 3. Ζεύγος χρυσών σκουλαρικιών με ζαφείρια, γυαλί και μαργαριτάρια, 5ος-6ος αι., Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, αρ. 1807 (φωτογραφία: Μουσείο Μπενάκη). 4. Υστερορωμαϊκά βραχιόλια από σίδηρο με ένθετο χαλκό από την Αίγυπτο, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, αρ. 11476, 11495 (φωτογραφία: Μουσείο Μπενάκη). ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΣ 155 ενός περιδεραίου. Η εικονογραφία και οι συμβολισμοί αντιγράφονται πιστά, όπως σε δύο ορειχάλκινα επιρράμματα του Μουσείου Μπενάκη του 6ου αιώνα με προσωποποιήσεις της Χάριτος και της Υγείας (εικ. 5), εννοιών στενά συνδεδεμένων με το γάμο. Τις συναντούμε σε πολυτελή κοσμήματα του 6ου αιώνα, όπως σε ένα χρυσό βραχιόλι, αλλά και στην περίφημη γαμήλια ζώνη του Dumbarton Oaks. Δεν αποκλείεται τα δύο ευτελή επιρράμματα του Μουσείου Μπενάκη να ανήκαν σε μια ταπεινή, αλλά εξίσου πλήρη συμβολισμών, γαμήλια αμφίεση (Drandaki 2005). Στα περισσότερα κοσμήματα διαπιστώνεται ότι η εικονογραφία έχει συχνά σαφή προστατευτικό συμβολισμό που πάει χέρι-χέρι με τη διάθεση στολισμού. Ωστόσο, ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν τα κοσμήματα-φυλακτά που κατασκευάζονται με αποκλειστικά αποτροπαϊκό προορισμό. Είτε μέσω της εικονογραφίας τους, είτε με τη χρήση συγκεκριμένης πρώτης ύλης υπηρετούν πιο συγκεκριμένους μαγικο-θεραπευτικούς σκοπούς, ακολουθώντας παραδόσεις ή και ιατρικές συνταγές του συρμού. Έτσι, οι «φυσικές» ιδιότητες του ίασπι και του αιματίτη απέναντι στην αιμορραγία αξιοποιούνται ακόμη περισσότερο σε κάποια παραδείγματα με τη χάραξη του θαύματος της αιμορροούσης στις επιφάνειες των λίθων (εικ. 6). Αντιστοίχως, το οκταγωνικό σχήμα του δακτυλίου, που σύμφωνα με τον Αλέξανδρο από τις Τράλλεις προστατεύει τον κάτοχο από πόνους στην κοιλιακή χώρα, βρίσκει την πιο συνεπή έκφρασή του σε ένα οκταγωνικό χρυσό δακτυλίδι στο Μουσείο του Βελιγραδίου που φέρει την επιγραφή «ΘΕΟΣ ΚΕΛΕΥΩ ΜΗ ΦΥΕΙΝ ΚΟΛΟΠΟΝΟΝ». Το ίδιο σχήμα, με εξίσου προστατευτικό χαρακτήρα, χρησιμοποιείται για να ενισχύσει τις φυλακτικές ιδιότητες προσκυνηματικών ενθυμημάτων και γαμήλιων δακτυλιδιών (Drandaki 2005, 68-70). Όσον αφορά στα μεσαιωνικά βυζαντινά κοσμήματα, θα αρκεστώ σε ορισμένες παρατηρήσεις που νομίζω ότι παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ως προς τη μορφή, τα κοσμήματα συνεχίζουν και εξελίσσουν σχήματα γνωστά από την πρώιμη περίοδο. Ωστόσο, καταγράφοντας τα σωζόμενα δείγματα, μπορεί ίσως κανείς να διαπιστώσει μια σχετικά αυξημένη, σε σύγκριση με την πρώιμη περίοδο, χρήση αργυρών ή επαργυρωμένων κοσμημάτων, κυρίως σκουλαρικιών και περιδεραίων (Καθημερινή ζωή 2002, αρ. 560-568, 584-625). Στα πολυτελή κοσμήματα, την αγάπη για πολυχρωμία καλύπτει τώρα το κυρίαρχο περίκλειστο σμάλτο. Τα διάσημα βυζαντινά cloisonnés αποτελούσαν αυτοκρατορικά δώρα, αντικείμενα μίμησης, αλλά και προϊόντα πολυτελών εξαγωγών, αφού πιθανολογείται ότι η παρουσία τυπικών βυζαντινών σμάλτων σε σύγχρονα ισλαμικά κοσμήματα οφείλεται σε εξαγωγές προς τον ισλαμικό κόσμο (The Glory of Byzantium 1997, 420, αρ. 278). Η χρήση βυζαντινών σμάλτων σε ισλαμικά κοσμήματα (εικ. 7) δεν τεκμηριώνει μόνο την παγκόσμια –για την εποχή– φήμη που γνώρισε αυτή η εντυπωσιακή τεχνική. Τεκμηριώνει επίσης τη μία όψη μιας αμφίδρομης σχέσης επιδράσεων και κοινών αισθητικών αντιλήψεων που φαίνεται να κυριαρχεί σε πολλές όψεις της καθημερινής ζωής των κατοίκων της ανατολικής Μεσογείου, από τον 11ο αιώνα. Η χρήση κουφικών και ψευδοκουφικών χαρακτήρων στην κοσμηματοτεχνία του Βυζαντίου, η αγάπη για τα φανταστικά ζώα (εικ. 8) και τα περίτεχνα συρματερά και κοκκιδωτά στοιχεία αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος (Ballian – Drandaki 2003). Είναι χαρακτηριστική, νομίζω, η περίπτωση των καλαθόσχημων σκουλαρικιών. Ως προς τη μορφή, συνεχίζουν την υστερορωμαϊκή παράδοση, αλλά με πιο μοντέρνα, σύνθετη δομή, με έξεργα στοιχεία και 156 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΔΡΑΝΔΑΚΗ 5. Ορειχάλκινα επιρράμματα, 5ος-6ος αι., Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, αρ. 18299, 18298 (φωτογραφία: Μουσείο Μπενάκη). 6. Φυλακτό από αιματίτη με το θαύμα της αιμορροούσας, από την Αίγυπτο, 10ος-12ος αι., Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο, αρ. 17, 190, 46 (από: Kalavrezou 2003, αρ. 165). ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΣ 157 πολύπλοκο συρματερό και κοκκιδωτό διάκοσμο. Η μορφή τους είναι τόσο συγγενική με τα σύγχρονα ισλαμικά, ώστε πολλές φορές είναι αδύνατον να τα ξεχωρίσουμε. Εξίσου ενδεικτικές είναι οι ομοιότητες ανάμεσα στα χαρακτηριστικά σκορδόσχημα ισλαμικά σκουλαρίκια του θησαυρού της Τιβεριάδος (11ος αιώνας) και τα όμοιου σχήματος από τον Μυστρά, που φέρουν το μονόγραμμα των Παλαιολόγων (13ος αιώνας) (Πρέκα-Αλεξανδρή 1992-1993, 201, πίν. 40.2, The Glory of Byzantium 1997, αρ. 275α, Καθημερινή ζωή 2002, αρ. 568). Η νοερή εικόνα της αρωματισμένης και στολισμένης με κοσμήματα γυναίκας αποτέλεσε το στόχο οξείας κριτικής από τους πατέρες της Εκκλησίας. Στα κείμενά τους χρησιμοποιήθηκε ως εμβληματική μορφή της ματαιοδοξίας, της αμαρτωλής σεξουαλικής πρόκλησης και της κενής ενασχόλησης με τα εγκόσμια. Παγιώθηκε έτσι το στερεότυπο της ματαιόδοξης στολισμένης γυναίκας ως η απόλυτη αντίθεση στις πνευματικές αρετές και την αληθινή ομορφιά που εκπορεύεται από τον ενάρετο και λιτό χριστιανικό βίο. Η εικόνα αυτή διατηρήθηκε σε μεταγενέστερα αγιολογικά και άλλα κείμενα και εκκλησιαστικές ομιλίες μέχρι την όψιμη βυζαντινή περίοδο. Πόσο πραγματική όμως είναι αυτή η ιδεολογική προβολή; Πώς λειτουργούσε στην πράξη για τον θεατή της εποχής η εικόνα της στολισμένης γυναίκας, ποιες αναφορές γεννούσε; Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, σε ιδεολογικό επίπεδο, είναι η συμβολική χρήση των στολισμένων γυναικών στην εικονογραφία. Αντί για απωθητικές εικόνες ματαιοδοξίας, οι πλούσια κοσμημένες γυναικείες μορφές που αφθονούν μέχρι τον 7ο αιώνα, συνδυάζονται με την ευγονία, την αφθονία, τον πλούτο και την καλή τύχη (Art and Holy Powers 1989, 13-14). Από την άλλη πλευρά, η σταθερή παρουσία σκευών καλλωπισμού και κοσμημάτων σε γυναικείες ταφές αλλά και σε συμβολικές παραστάσεις γυναικείων δραστηριοτήτων υποδεικνύει ότι στα μάτια του θεατή συμπύκνωναν την ταυτότητα, τον προορισμό και τα όρια του αποδεκτού γυναικείου προτύπου της εποχής. Οι εικόνες στολισμένων βυζαντινών γυναικών στη σφαίρα του πραγματικού κόσμου αντιπροσωπεύουν τελικά το αναμενόμενο: την κοινωνική θέση, την οικονομική επιφάνεια και την κοσμική εξουσία της εικονιζόμενης. Αυτοκράτειρες και γυναίκες της αυλής, εύπορες δωρήτριες, ζωντανές ή νεκρές, απεικονίζονται με τα κοσμήματά τους, όχι απλώς γιατί έβαλαν τα καλά τους για να τους κάνουν το πορτρέτο, αλλά γιατί, μαζί με την ενδυμασία, τα κοσμήματα αποτελούσαν στοιχεία αναπόσπαστα της ταυτότητάς τους. Εξάλλου, τα πολυτελή κοσμήματα ήταν, κατά κύριο λόγο, όχι προσωπικά αντικείμενα της συγκεκριμένης γυναίκας, αλλά αναπόσπαστο τμήμα της οικογενειακής περιουσίας. Βασικό μέρος της προίκας, οικονομικό και συμβολικό κεφάλαιο για την οικογένεια, το οποίο κληρονομείτο και δεν μεταβιβαζόταν ανεξέλεγκτα. Ως τέτοιο δεν βρισκόταν στην απόλυτη δικαιοδοσία της άμεσης χρήστριάς τους, δηλαδή της γυναίκας που τα φορούσε. Αξίζει να αναφερθούν ενδεικτικά δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις, και οι δύο πρώιμες. Η πρώτη είναι νομική: σύμφωνα με τον Θεοδοσιανό κώδικα (Codex Theodosianus 16.2.27, AD 390), οι γυναίκες που ήθελαν να γίνουν διακόνισσες έπρεπε να δώσουν τα κοσμήματά τους στην οικογένεια και όχι στην εκκλησία. Στη δεύτερη περίπτωση, ο άγιος Ιερώνυμος αναφέρει σε επιστολή του ότι η Μαρκέλλα, με εντολή της μητέρας της και παρά τη θέλησή της, παρέδωσε τα κοσμήματά της στους πλούσιους συγγενείς της και όχι στην εκκλησία (Clark 1994, 116). Από διαφορετική σκοπιά, εξίσου χαρακτηριστι- 158 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΔΡΑΝΔΑΚΗ 7. Ισλαμικό περίαπτο με ένθετο βυζαντινό σμάλτο, 11ος αι., Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο, αρ. 30.95.37 (από: The Glory of Byzantium 1997, αρ. 278). 8. Ασημένιο βραχιόλι με φανταστικά ζώα, 11ος αι., Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, αρ. 11455 (φωτογραφία: Μουσείο Μπενάκη). ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΣ 159 9. Παράσταση καλλωπιζόμενης γυναίκας, ψηφιδωτό από λουτρό στο Sidi Grib της Τυνησίας, 5ος αι. (από: Kalavrezou 2003, αρ. 236). κή νομίζω ότι είναι η παντελής απουσία αναφορών σε ευτελή κοσμήματα από όλο το σώμα των αιγυπτιακών παπύρων, όπου κατά τα άλλα αναφορές, συχνά λεπτομερέστατες, σε πολυτελή κοσμήματα αφθονούν. Αν και χρησίμευαν ως στοιχεία στολισμού, είχαν προφανώς μηδαμινή οικονομική αξία, αντίθετα από τα σημαντικά για την οικογενειακή οικονομία χρυσά (Drandaki 2005). Εντέλει, παρά τις αντίθετες παραινέσεις των πατέρων της Εκκλησίας, δεν είναι νομίζω άτοπο να δει κανείς στον πολυτελή στολισμό της κυρίας του σπιτιού όχι την αντιχριστιανική ματαιοδοξία της Γυναίκας, η οποία προβάλλεται ως γονιδιακή εγγραφή και εγγενής αδυναμία του φύλου της, όσο την απόδειξη και επίδειξη της κοινωνικής θέσης της οικογένειας, στην οποία ανήκουν τα κοσμήματα και η γυναίκα μαζί, τον αντικατοπτρισμό της ευμάρειας, της μόδας και του γούστου που συνιστούν την ταυτότητα της οικογενειακής μονάδας. SUMMARIES 295 Στρογγυλή τράπεζά εΝΔυΣή ΚάΙ ΚάλλΩπΙΣΜοΣ τήΣ γυΝάΙΚάΣ Στο ΒυζάΝτΙο ROUND TABLE THE CLOTHING AND ADORNMENT OF WOMEN IN BYZANTIUM άναστασία Δρανδάκη / Anastasia Drandaki Κοσμήματα και καλλωπισμός Jewlry and adornment Είναι ίσως ειρωνικό να σημειώσει κανείς ότι, εκτός από τα σημαντικά υλικά κατάλοιπα, οι πιο σαφείς πληροφορίες για τον γυναικείο καλλωπισμό προέρχονται από τη σκληρή πολεμική των εκκλησιαστικών πατέρων και από άλλα θρησκευτικά κείμενα, που, στην προσπάθειά τους να ωθήσουν το σώμα, πηγή αμαρτιών και δεινών, στην αφάνεια, μας άφησαν λεπτομερέστατες περιγραφές των διαδεδομένων πρακτικών ανάδειξής του. Έτσι, γνωρίζουμε με σχετική ακρίβεια ότι ως και την υστεροβυζαντινή περίοδο, οι γυναίκες, με τη χρήση «ψιμυθίων καί ἐπιτριμμάτων» έκαναν το πρόσωπό τους λευκότερο, τα μάγουλά τους πιο ρόδινα, τα φρύδια τους πιο γραμμένα, το περίγραμμα των ματιών πιο έντονο. Απαραίτητα αντικείμενα καλλωπισμού αποτελούσαν οι καθρέπτες. Με χτένια, ελεφαντοστέινα και οστέινα, αλλά και απλούστερα ξύλινα, φρόντιζαν τα μαλλιά, με την πυκνότερη πλευρά τους να χρησιμεύει και για το ξεψείρισμα, όπως έχουν αποδείξει σχετικές αναλύσεις. Η περιποίηση του σώματος περιλάμβανε επίσης εξειδικευμένα εργαλεία για το καθάρισμα των αυτιών και των δοντιών. Στα απαραίτητα αντικείμενα καλλωπισμού πρέπει οπωσδήποτε να ενταχθούν και τα σκεύη του λουτρού, καθώς και τα μυροδοχεία που εικονίζονται σταθερά σε παραστάσεις στολισμού γυναικών. Η αγάπη για τα αρώματα δεν μαρτυρείται μόνο από τα πολυπληθή σωζόμενα φιαλίδια, αλλά και από τις γραπτές πηγές. Εξάλλου, οι αρωματικές ουσίες δεν είχαν μόνο καλλωπιστικό, αλλά και θεραπευτικό και προστατευτικό προορισμό. Περνώντας στα κοσμήματα, μία πρώτη παρατήρηση είναι ότι το σύστημα στολισμού της γυναίκας παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό όμοιο με αυτό της ρωμαϊκής περιόδου. Η τεχνική των διάτρητων κυριάρχησε στην κοσμηματοτεχνία έως τον 7ο αιώνα και επέτρεπε την εκτέλεση περίτεχνων εικονογραφικών θεμάτων, με τη χρήση μικρής ποσότητας πολύτιμης πρώτης ύλης. Ένα δεύτερο στοιχείο που κυριαρχεί στα κοσμήματα της περιόδου είναι η τάση για πολυχρωμία που εκφράζεται με το συνδυασμό ποικίλων λίθων και χρωματιστής υαλόμαζας. Οι ίδιες τάσεις που χαρακτηρίζουν την πολυτελή κοσμηματοτεχνία εκφράζονται και στα κοσμήματα από φτηνά υλικά. Στα περισσότερα κοσμήματα διαπιστώνεται ότι η εικονογραφία έχει συχνά σαφή προστατευτικό συμβολισμό που πάει χέρι-χέρι με τη διάθεση στολισμού. Ωστόσο, ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν τα κοσμήματα-φυλακτά που κατασκευάζονται με αποκλειστικά αποτροπαϊκό προορισμό. Είτε μέσω της εικονογραφίας τους, είτε με τη χρήση συγκεκριμένης πρώτης ύλης, υπηρετούν πιο συγκεκριμένους μαγικούς-θεραπευτικούς σκοπούς, ακολουθώντας παραδόσεις ή και ιατρικές συνταγές του συρμού. Όσον αφορά στα μεσαιωνικά βυζαντινά κοσμήματα, ως προς τη μορφή, συνεχίζουν και εξελίσσουν σχήματα γνωστά από την πρώιμη περίοδο. Την αγάπη για πολυχρωμία καλύπτει τώρα το κυρίαρχο 296 ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ περίκλειστο σμάλτο. Τα διάσημα βυζαντινά cloisonnés αποτελούσαν αυτοκρατορικά δώρα, αντικείμενο μίμησης, αλλά και προϊόντα πολυτελών εξαγωγών. Η νοερή εικόνα της αρωματισμένης και στολισμένης με κοσμήματα γυναίκας αποτέλεσε το στόχο οξείας κριτικής από τους πατέρες της Εκκλησίας. Στα κείμενά τους χρησιμοποιήθηκε ως εμβληματική μορφή της ματαιοδοξίας, της αμαρτωλής σεξουαλικής πρόκλησης και της κενής ενασχόλησης με τα εγκόσμια. Παγιώθηκε έτσι το στερεότυπο της ματαιόδοξης στολισμένης γυναίκας ως απόλυτη αντίθεση στις πνευματικές αρετές και την αληθινή ομορφιά που εκπορεύεται από τον ενάρετο και λιτό χριστιανικό βίο. Ωστόσο, οι εικόνες στολισμένων βυζαντινών γυναικών, στη σφαίρα του πραγματικού κόσμου, αντιπροσωπεύουν την κοινωνική θέση, την οικονομική επιφάνεια και την κοσμική εξουσία της εικονιζόμενης. Εξάλλου, τα πολυτελή κοσμήματα ήταν, κατά κύριο λόγο, όχι προσωπικά αντικείμενα της συγκεκριμένης γυναίκας, αλλά αναπόσπαστο τμήμα της οικογενειακής περιουσίας. Βασικό μέρος της προίκας, οικονομικό και συμβολικό κεφάλαιο για την οικογένεια, το οποίο κληρονομείτο και δεν μεταβιβαζόταν ανεξέλεγκτα. Εντέλει, παρά τις αντίθετες παραινέσεις των πατέρων, δεν είναι νομίζω άτοπο να δει κανείς στον πολυτελή στολισμό της κυρίας του σπιτιού όχι την αντιχριστιανική ματαιοδοξία της Γυναίκας, η οποία προβάλλεται ως γονιδιακή εγγραφή και εγγενής αδυναμία του φύλου της, όσο την απόδειξη και επίδειξη της κοινωνικής θέσης της οικογένειας, στην οποία ανήκουν τα κοσμήματα και η γυναίκα μαζί, τον αντικατοπτρισμό της ευμάρειας, της μόδας και του γούστου που συνιστούν την ταυτότητα της οικογενειακής μονάδας. It is perhaps ironic to observe that besides the material remains, the clearest information concerning female adornment comes from the polemic of Church Fathers and from other religious texts. In the attempt to denigrate the body, the source of sin and suffering, they have left us detailed descriptions of common ways of displaying it. Thus, we know quite accurately that women up until the late Byzantine period used creams and powders to make their faces whiter, their cheeks rosier, to enhance the line of their eyebrows and to outline their eyes more intensely. As for the toilet requisites, mirrors were essential in the beautification process. Combs, made of ivory and bone but also simply of wood, were used to care for the hair, with the finer set of teeth on one end serving also to get rid of lice, as the chemical analyses have shown. Caring for the body also included special tools for cleaning the ears and teeth. Bath utensils as well as perfume bottles, which are consistently shown in representations of women adorning themselves, should also be grouped among the essential beauty objects. The infatuation with fragrances is not only confirmed by the abundance of surviving flasks but also by written sources. Moreover, aromatic substances were not only intended for beauty care but also for therapeutic and protective purposes. Turning to jewelry, the piercing technique (opus interrasile) was prominent in the art of jewelry-making until the 7th century. Another element in the jewelry of the period is the tendency to use multiple colors, through the combination of various stones and colored glass. The same tendencies that characterize the art of making fine jewelry are evident in cheaper ornaments made of base metals. Many jewels have a distinctive protective function that goes hand-in-hand with their decorative purpose. Both the thematic repertoire and the inscriptions reveal that their owners used them not merely as ornaments, but also as a shield against hostile powers. However, phylacteries created exclusively for apotropaic purposes, constitute a separate category. Whether through their iconography and magical inscriptions, or through the use of specific materials, these serve more specific magical-therapeutic objectives, following long traditions and popular medical cures. Middle Byzantine jewelry continues and develops shapes known from the early period. The fondness for polychromy is now covered by the prevalence of cloisonné enamel. SUMMARIES 297 The mental image of a woman wearing perfume and jewelry was the object of harsh criticism by the Church Fathers. In their writings it was used as an emblem of vanity, sinful sexual temptation and the vain pursuits of secular life. Therefore, the stereotype of a vain adorned woman was set in contrast to the spiritual virtues and true beauty resulting from a virtuous and simple Christian life. Nevertheless, in the sphere of the real world, the images of adorned Byzantine women represent the social standing, economic status and secular power of the portrayed figure. Furthermore, for the most part, fine jewelry was a fundamental part of the family fortune, a basic part of a woman’s dowry, an economic as well as symbolic capital for the family. Despite the opposing views of the Church Fathers it would not be inappropriate for one to view the adornment of the lady of the house as proving as well as displaying the social status and the identity of the family unit, rather than as expressing the female vanity, which is propagated as being an innate weakness of her gender. Μελίτα εμμανουήλ / Μelita Emmanuel Η γυναικεία κόμμωση στα χρόνια του Βυζαντίου Female hairstyles in the Byzantine period Tα γυναικεία μαλλιά ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων ένα από τα κύρια συστατικά της ομορφιάς και της γοητείας, αλλά και το κατεξοχήν σύμβολο της γυναικείας θηλυκότητας. Οι γυναίκες ξόδευαν πάντοτε πολύ χρόνο για την περιποίηση και τη διαμόρφωση της κόμμωσής τους, αλλά και για την επιλογή του υφάσματος με το οποίο θα στόλιζαν το κεφάλι. Εκτός από το συσχετισμό τους με την εξωτερική καλή εμφάνιση, τα γυναικεία μαλλιά απασχόλησαν και ενδιαφέρουν μέχρι σήμερα τους καλλιτέχνες και για τον ιδιαίτερο κάθε φορά συμβολισμό τους. Για το θέμα αυτό και πώς αντιμετωπίζεται από τη βυζαντινή κοινωνία, πληροφορίες μάς παρέχουν επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας, οι λόγοι των πατέρων της Εκκλησίας, κείμενα διδακτικού χαρακτήρα, ιστορικά κείμενα και το μυθιστόρημα της εποχής των Παλαιολόγων. Ακόμη, παραστάσεις με αυτοκράτειρες σε νομίσματα, καθώς και διάφορα γλυπτά έργα της παλαιοχριστιανικής εποχής φανερώνουν τους τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες χτένιζαν τα μαλλιά τους. Από όλα αυτά, διαπιστώνει κανείς ότι οι κοτσίδες, ο κότσος, οι μπούκλες ήταν οι πιο συνηθισμένες κομμώσεις. Η χρησιμοποίηση περούκας ήταν επίσης γνωστή, ήδη από την αρχαιότητα. Για να καλύψουν το κεφάλι τους, οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν ένα δίχτυ ή σκούφια και από πάνω ένα κοντό ύφασμα, την οθόνη, ή και μεγαλύτερο, το μαφόριο, το οποίο έπεφτε μέχρι πιο κάτω από τους ώμους. Ακόμη, χρησιμοποιούσαν και ένα μεγάλο ύφασμα με το οποίο τύλιγαν το κεφάλι, σαν τουρμπάνι. Στις απεικονίσεις γυναικών στη βυζαντινή τέχνη διαπιστώνουμε ότι μορφές με ακάλυπτο κεφάλι παριστάνονται λίγες φορές και αποτελούν χαρακτηριστικούς τύπους, όπως οι νεαρές κοπέλες στα Εισόδια της Παναγίας, οι γυναίκες που θρηνούν, η οσία Μαρία η Αιγυπτία και γυναικείες μορφές από την Παλαιά Διαθήκη. Όλοι οι άλλοι γυναικείοι εικονογραφικοί τύποι χαρακτηρίζονται από το μαφόριο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει πάντοτε η απεικόνιση της μαίας από την παράσταση με τη Γέννηση του Χριστού. Επειδή το πρόσωπο αυτό αντιμετωπιζόταν με ιδιαίτερο σεβασμό από την κοινωνία του Βυζαντίου, οι καλλιτέχνες τη διαφοροποιούσαν με τον κεφαλόδεσμο, ο οποίος συχνά εντυπωσιάζει με την πολυτέλεια ή με την πρωτοτυπία του. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ πηγές AASS: Acta Sanctorum. Άννα Κομνηνή: Reinsch D. – Kambylis A. (έκδ.), Άννης Κομνηνής, Αλεξιάς, [CFHB 40 Series Berolinensis], Βερολίνο 2001. Παλατινή Ανθολογία: Cougny E. (έκδ.), Epigrammatum anthologia Palatina cum Planudeis et appendice nova, Anthologiae Graecae Appendix, Epigrammata demonstrativa, τόμ. 3, Παρίσι 1890. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως: Preger Th. (έκδ.), Scriptores originum Constantinopolitanarum, III, Λειψία 1907 (ανατ. 1975). Περί Βασιλείου Τάξεως: Reiske J.J. (έκδ.), Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, Έκθεσις της Βασιλείου Τάξεως, 2 τόμοι, Βόννη 1829-1830. SEG: Supplementum Epigraphicum Graecum. Συνέχεια Θεοφάνη: Bekker Ι. (έκδ.) Συνεχιστής Θεοφάνους [CFHB], Βόννη 1838. Συνέχεια Σκυλίτζη: Τσολάκης E.T. (έκδ.), Συνέχεια της χρονογραφίας του Ιωάννου Σκυλίτση, [Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 105], Θεσσαλονίκη 1968. Σύνοψις Χρονική: [Θεόδωρου Σκουταριώτου] «Σύνοψις Χρονική», στο Σάθας Κ.Ν. (έκδ.), Mεσαιωνική Bιβλιοθήκη Z´, Βενετία-Παρίσι 1894. Ψελλός, Χρονογραφία: Renauld É. (έκδ.), Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, Παρίσι 1926-1928. Βιβλία - Άρθρα* Ασημακοπούλου-Ατζακά 1987: Ασημακοπούλου-Ατζακά Π. με συνεργασία της Ε. Πελεκανίδου, Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών δαπέδων της Ελλάδος, ΙΙ Πελοπόννησος Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1987. Ασημακοπούλου-Ατζακά 1990: Ασημακοπούλου-Ατζακά Π., «Οι δωρητές στις ελληνικές αφιερωματικές επιγραφές του ανατολικού κράτους στην όψιμη αρχαιότητα», στο Αρμός. Τιμητικός τόμος στον καθηγητή Ν.Κ. Μουτσόπουλο για τα 25 χρόνια πνευματικής του προσφοράς στο Πανεπιστήμιο, τόμ. 1, Αθήνα 1990, σελ. 227-267. Βαρζός 1984: Βαρζός Κ., Η Γενεαλογία των Κομνηνών, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1984. Γαλάβαρης 1995: Γαλάβαρης Γ., Ζωγραφική βυζαντινών χειρογράφων, Αθήνα 1995. Γαλάβαρης 2000: Γαλάβαρης Γ., Iερά Mονή Iβήρων, Άγιον Όρος 2000. Δημητροκάλλης 2001: Δημητροκάλλης Γ., Γεράκι. Οι τοιχογραφίες των ναών του Κάστρου, Αθήνα 2001. Δρακοπούλου 1997: Δρακοπούλου Ευγ., Η πόλη της Καστοριάς (12ος-16ος αι.), Αθήνα 1997. Δρανδάκης 1985-1986: Δρανδάκης N.B., «Ο σπηλαιώδης ναός του Άι-Γιαννάκη στη Ζούπενα», ΔΧΑΕ 13 (1985-1986), 79-92. Δρανδάκης 1987-1988: Δρανδάκης N.B., «Ο Άι-Γιαννάκης του Μυστρά», ΔXAE 14 (1987-1988), 61-82. Εμμανουήλ 2003: Εμμανουήλ Μ., «Η Αγία Σοφία του Μυστρά: Παρατηρήσεις στις τοιχογραφίες και στο εικονογραφικό πρόγραμμα», στο Μίλτος Γαρίδης (1926-1996). Αφιέρωμα, Ιωάννινα 2003, σελ. 153-186. * Βλ. βραχυγραφίες των σειρών και των περιοδικών στις σελ. 17-18. 274 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Θησαυροί Aγίου Όρους 21997: Θησαυροί του Aγίου Όρους, κατάλογος έκθεσης, Θεσσαλονίκη 21997. Κυριακούδης 1981: Kυριακούδης Ευ., «Ο κτίτορας του ναού των Αγ. Αναργύρων Καστοριάς Θεόδωρος (Θεόφιλος) Λημνιώτης», Βαλκανικά Σύμμεικτα 1 (1981), 3-23. Λάμπρος 1911: Λάμπρος Σπ., «Ο Μαρκιανός κώδιξ 524», ΝΕ 8 (1911), 3-59, 113-192. Λούβη-Κίζη 2003: Λούβη-Κίζη Α., «Οι κτήτορες της Περιβλέπτου του Μυστρά», ΔΧΑΕ 24 (2003), 101-118. Μητσάνη 2006: Μητσάνη Α., «Η χορηγία στις Κυκλάδες από τον 6ο μέχρι και τον 14ο αι. Η μαρτυρία των επιγραφών», ΕΕΒΣ 42 (2004-2006), 391-446. Μπούρας 2005: Μπούρας Χ., «Η αρχιτεκτονική της Παναγίας του Μουχλίου στην Κωνσταντινούπολη», ΔΧΑΕ 26 (2005), 35-50. Νικολάου 2005: Νικολάου K., Η γυναίκα στη μέση βυζαντινή εποχή. Κοινωνικά πρότυπα και καθημερινός βίος στα αγιολογικά κείμενα, Αθήνα 2005. Ορλάνδος 1955-56: Ορλάνδος Α.Κ., «Βυζαντινά μνημεία της Άνδρου», ΑΒΜΕ 8 (1955-56), 3-67. Παναγιωτίδη 2006: Παναγιωτίδη M., «Η προσωπικότητα δύο αρχόντων της Καστοριάς και ο χαρακτήρας της πόλης στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα», στο Δώρον. Τιμητικός Τόμος στον καθηγητή Νίκο Νικονάνο, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 157-167. Παπαμαστοράκης 1996-1997: Παπαμαστοράκης T., «Eπιτύμβιες παραστάσεις κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο», ΔXAE 19 (1996-1997), 285-304. Παπαμαστοράκης 2006: Παπαμαστοράκης T., «Bυζαντιναί παρενδύσεις Eνετίας. Oι πολυτελείς σταχώσεις της Mαρκιανής Bιβλιοθήκης», ΔΧΑΕ 27 (2006), 391-410. Πελεκανίδης 1973: Πελεκανίδης Στ., Καλλιέργης, όλης Θετταλίας άριστος ζωγράφος, Αθήνα 1973. Πελεκανίδης 1974: Πελεκανίδης Στ. με συνεργασία της Π. Ατζακά, Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών δαπέδων της Ελλάδος, Ι Νησιωτική Ελλάς, Θεσσαλονίκη 1974. Προσκύνημα στο Σινά 2004: Δρανδάκη Α. (επιστ. επιμ.), Προσκύνημα στο Σινά. Θησαυροί από την Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης, κατάλογος έκθεσης, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2004. Τσικνόπουλος 1969: Τσικνόπουλος Ι., Κυπριακά Τυπικά, Λευκωσία 1969. Τσιτουρίδου 1975 : Τσιτουρίδου Α., Η Παναγία των Χαλκέων, Θεσσαλονίκη 1975. Χατζηδάκη 1994: Χατζηδάκη Ν., Βυζαντινά ψηφιδωτά, Αθήνα 1994. Χατζηδάκης – Μπίθα 1997: Χατζηδάκης Μ. – Μπίθα I., Ευρετήριο Βυζαντινών Τοιχογραφιών Κυθήρων, Αθήνα 1997. Albani 2000: Albani J., Die byzantinischen Wandmalereien der Panagia Chrysaphitissa-Kirche in Chrysapha / Lakonien, Αθήνα 2000. Angelidi 1996: Angelidi Ch., Pulcheria. La castità al potere, Μιλάνο 1996. Belting – Mango – Mouriki 1978: Belting H. – Mango C. – Mouriki D., The Mosaics and Frescoes of St. Mary Pammakaristos (Fethiye Camii) at Istanbul, Washington D.C. 1978. Berger 1988: Berger A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos, Βόννη 1988. Bolling – de Lagarde 1882: Iohannis Euchaitorum Metropolitae quae in codice vaticano graeco 676 supersunt, Lagarde P. – de Bolling J. (έκδ.), Göttingen 1882 (ανατ. Άμστερνταμ 1979). Brooks 2006: Brooks S., “Poetry and female patronage in Late Byzantine tomb decoration: two epigrams by Manuel Philes”, DOP 60 (2006), 223-248. Brubaker 1997: Brubaker L., “Memories of Helena: Patterns of imperial female matronage in the fourth and fifth centuries”, στο James L. (επιστ. επιμ.), Women, Men and Eunuchs. Gender in Byzantium, Λονδίνο - Νέα Υόρκη 1997. Buchtal – Belting 1978: Buchtal H. – Belting H., Patronage in Thirteenth-Century Constantinople: An Atelier of Late Byzantine Book Illumination and Calligraphy, Washington D.C. 1978. Byzantium: Faith and Power 2004: Evans H. (επιστ. επιμ.), Byzantium: Faith and Power (1261-1557), κατάλογος έκθεσης, The Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη 2004. Capizzi 1996: Capizzi C., Giuliana. La commitente, Μιλάνο 1996. Chassoura 2002: Chassoura O., Les peintures murales byzantines des églises de Longanikos - Laconie, Αθήνα 2002. Cooper 1996: Cooper K., The Virgin and the Bride, Cambridge, Mass. - Λονδίνο 1996. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 275 Cutler 1981: Cutler A., “Art in byzantine society: Motive forces of byzantine patronage”, JÖB 31/2 (1981), 759-787. Cutler 2008: Cutler A., “Art court”, στο Cormack R. – Vassilaki M. (επιστ. επιμ.), Byzantium 330-1453, Λονδίνο 2008. Cutler – Magdalino 1978: Cutler A. – Magdalino P., “Some precisions on the Lincoln College Typikon”, CahArch 27 (1978), 179-198. Dagron 1974: Dagron G., Naissance d’une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 451, Παρίσι 1974. Delehaye 1921: Delehaye H., Deux typika byzantins de l’époque des Paléologues, Βρυξέλλες 1921. Drandakis 1984: Drandakis N.B., “Les peintures murales des Saints-Théodores à Kaphiona (Magne du Peloponnèse)”, CahArch 32 (1984), 163-175. Drivers 1992: Drivers J.W., Helena Augusta. The Mother of Constantine the Great and the Legend of her Finding the True Cross, Leiden 1992. Effenberger 2006-2007: Effenberger A., “Zur Restaurierungstätigkeit des Michael Dukas Glabas Τarchaneiotes im Pammakaristoskloster und zur Erbauungszeit des Parekklesions”, Zograf 31 (2006-2007), 79-93. Falla-Castelfranchi 1991: Falla-Castelfranchi M., Pittura monumentale bizantina in Puglia, Μιλάνο 1991. Frolow 1961: Frolow A., La relique de la Vraie Croix, Παρίσι 1961. Galatariotou 1988: Galatariotou C., “Byzantine women’s monastic communities: the evidence of the Tυπικά”, JÖB 38 (1988), 263-290. Gautier 1985: Gautier P., “Le typicon de la Théotokos Kécharitôménè”, REB 43 (1985), 5-165. Gerstel – Kalopissi-Verti 2012: Gerstel S.E.J. – Kalopissi-Verti S., “Female Church founders: The agency of the village widow in Late Byzantium”, στο Female Founders in Byzantium and Βeyond. An International Colloquium, September 23-25, 2008, University of Vienna: Wiener Jahrbuch für Kunstgeschichte (2012) (υπό έκδοση). Gerstel – Talbot 2006: Gerstel E.J.S. – Talbot A.-M., “Nuns in the Byzantine countryside”, ΔΧΑΕ 27 (2006), 481-490. Grabar 1975: Grabar A., Les revêtements en or et en argent des icônes byzantines au moyen âge, Βενετία 1975. Guillou 1996: Guillou A., Recueil des inscriptions grecques médiévales d’Italie, Ρώμη 1996. Hannick – Schmalzbauer 1976: Hannick Cr. – Schmalzbauer G., “Die Synaden”, JÖB 25 (1976), 125-161. Harrison 1989: Harrison Μ., A Temple for Byzantium. The Discovery and Excavation of Anicia Juliana’s Palace Church in Istanbul, Λονδίνο 1989. Herrin 2002: Herrin J., Γυναίκες στην πορφύρα, Αθήνα 2002. Hill 1999: Hill B., Imperial Women in Byzantium 1025-1204. Power, Patronage and Ideology, Νέα Υόρκη 1999. Hutter 1997: Hutter I., Corpus der byzantinischen Miniaturenhandschriften, τόμ. 1-5, Στουτγκάρδη 19771997, τόμ. 5. Hutter 1995: Hutter I., “Die Geschichte des Lincoln College Typikons”, JÖB 45 (1995), 79-114. Jerphanion 1925-1942: Jerphanion G. de, Une nouvelle province de l’art byzantin. Les églises rupestres de Cappadoce, τόμ. 2 κείμενο, τόμ. 3 πίνακες, Παρίσι 1925-1942. Jolivet-Lévy 1991: Jolivet-Lévy C., Les églises byzantines de Cappadoce. Le programme iconographique de l’abside et des ses abords, Παρίσι 1991. Jolivet-Lévy 2001: Jolivet-Lévy C., La Cappadoce Médiévale, Παρίσι 2001. Jurucova 1973: Jurucova J., “Un sceau d’Irène Synadènos”, Byzantinobulgarica 4 (1973), 221-226. Il tesoro di San Marco 1986: Il tesoro di San Marco, Μιλάνο 1986. Kalopissi-Verti 1992: Kalopissi-Verti S., Dedicatory Inscriptions and Donor Portraits in Thirteenth-Century Churches of Greece, Βιέννη 1992. Kalopissi-Verti 2003: Kalopissi-Verti S., “Epigraphic evidence in middle-byzantine churches in the Mani: Patronage and art production”, στο Λαμπηδών. Αφιέρωμα στη μνήμη της Ντούλας Μουρίκη, τόμ. 1, Αθήνα 2003, σελ. 339-354. Kalopissi-Verti 2006: Kalopissi-Verti S., “Patronage and artistic production in Byzantium during the Palaiologan period”, στο Brooks S. (επιστ. επιμ.), Byzantium: Faith and Power (1261-1557). Perspectives on Late Byzantine Art and Culture [The Metropolitan Museum of Art Symposia], Νέα Υόρκη - New Haven - Λoνδίνο 2006, σελ. 76-97. 276 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Kidonopoulos 1994: Kidonopoulos V., Bauten in Konstantinopel 1204-1328: Verfall und Zerstörung, Restaurierung, Umbau und Neubau von Profan- und Sakralbauten, Wiesbaden 1994. Lafontaine-Dosogne 1987: Lafontaine-Dosogne J., “L’art byzantin en Belgique en relation avec les croisades”, Revue Belge d’Archéologie et d’Histoire de l’Art 56 (1987), 13-47. Laiou 1981: Laiou A., “The role of women in Byzantine society”, JÖB 31/1 (1981), 233-250. Laiou 1985: Laiou A., “Observations on the life and ideology of Byzantine women”, ByzForch 9 (1985), 59-102. Mango – Ševčenko 1961: Mango C. – Ševčenko Ι., “Remains of the church of St. Polyeuktos at Constantinople”, DOP 15 (1961), 243-247. McClanan 2002: McClanan A., Representations of Early Byzantine Empresses. Image and Empire, Νέα Υόρκη 2002. Nelson – Lowden 1991: Nelson R. – Lowden J., “The Paleologina group: additional manuscripts and new questions”, DOP 45 (1991), 59-68. Nicol 1994: Nicol D.M., The Byzantine Lady. Ten Portraits 1250-1500, Cambridge 1994. Oikonomidès 1995: Oikonomidès N., “L’épigraphie des bulles de plomb”, στο Cavallo G. – Mango C. (επιστ. επιμ.), Epigrafia medievale greca e latina. Ideologia e funzione, Spoleto 1995, σελ. 162-165. Ousterhout 2005: Ousterhout R., A Byzantine Settlement in Cappadocia, Washington D.C. 2005. Panayotidi 2004: Panayotidi M., “Donor personality traits in 12th century painting. Some examples”, στο Αγγελίδη Χρ. (επιστ. επιμ.), Το Βυζάντιο ώριμο για αλλαγές. Επιλογές, ευαισθησίες και τρόποι έκφρασης από τον ενδέκατο στο δέκατο πέμπτο αιώνα, ΙΒΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2004, σελ. 143166. Papamastorakis 2003: Papamastorakis T., “The Empress Zoe’s tomb”, στο Βλυσίδου Β. (επιστ. επιμ.), Η αυτοκρατορία σε κρίση (;) (1025-1081), Αθήνα 2003, σελ. 497-511. Papazotos 1991: Papazotos Th., “The identification of the church of ‘Prophitis Elias’ Thessaloniki”, DOP 45 (1991), 121-127. Parani 2003: Parani M., Reconstructing the Reality of Images. Byzantine Material Culture and Religious Iconography (11th-15th Centuries), Leiden - Βοστόνη 2003. Pennas 1988: Pennas Ch., “Some aristocratic founders: the foundation of Panaghia Krena on Chios”, στο Perreault J. (επιστ. επιμ.), Les femmes et le monachisme byzantin. Actes du Symposium d’Athènes, Αθήνα 1988, σελ. 61-66. Restle1967: Restle M., Die byzantinische Wandmalerei in Kleinasien, τόμ. 3, Recklinghausen 1967. Rhoby 2009: Rhoby A., Byzantinische Epigramme auf Fresken und Mosaiken, Βιέννη 2009. Rodley 1985: Rodley L., Cave Monasteries of Byzantine Cappadocia, Cambridge 1985. Rodley 1996: Rodley L., “Art and architecture of Alexios I Komnenos”, στο Mullet M. – Smythe D. (επιστ. επιμ.), Alexios I Komnenos, Belfast 1996, σελ. 339-358. Romano 1980: Romano R. (έκδ.), Nicola Callicle, Carmi, Nάπολη 1980. Stiegemann 2001: Stiegemann Chr. (επιστ. επιμ.), Buzanz das Licht aus dem Osten, Κult und Alltag im byzantinischen Reich vom 4. bis 15. Jahrhundert, Ph. von Zabern, Mainz 2001. Talbot 1992: Talbot A.-M., “Empress Theodora Palaiologina, wife of Michael VIII”, DOP 46 (1992), 295-303. Talbot 1993: Talbot A.-M., “The restoration of Constantinople under Michael VIII”, DOP 47 (1993), 243-261. Talbot 1999: Talbot A.-M., “Epigrams in context: metrical inscriptions on art and architecture of the Palaiologan era”, DOP 53 (1999), 75-90. Talbot 2001: Talbot A.-M., “Building activity in Constantinople under Andronikos II: The role of women patrons in the construction and restoration of monasteries”, στο Necipoğlu N. (επιστ. επιμ.), Byzantine Constantinople: Monuments, Topography and Everyday Life, Leiden - Βοστόνη - Κολονία 2001, σελ. 329-343. Talbot 2001a: Talbot A.-M., Women and Religious Life in Byzantium, Aldershot 2001. Teteriatnikov 1995: Teteriatnikov N., “The place of the num Melania (the Lady of the Mongols) in the Deesis program of the inner narthex of Chora, Constantinople”, CαhArch 43 (1995), 163-180. The Glory of Byzantium 1997: Evans H. (επιστ. επιμ.), The Glory of Byzantium, κατάλογος έκθεσης, The Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη 1997. Thierry 1963: Thierry N. et M., Nouvelles églises rupestres de Cappadoce, Παρίσι 1963. Thierry 1965: Thierry N. et M., “À propos de l’Ascension d’Ayvali Kilise et de celle de Sainte Sophie de Salonique”, CahArch 15 (1965), 145-154. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 277 Thierry 1992: Thierry N., “Le portrait funéraire byzantin. Nouvelles données”, στο Ευφρόσυνον. Αφιέρωμα στον Μανόλη Χατζηδάκη, τόμ. 2, Αθήνα 1992, σελ. 582-592. Thierry 2002: Thierry N., La Cappadoce de l’antiquité au moyen Âge, Turnhout 2002. Thomas 1987: Thomas J.-Ph., Private Religious Foundations in the Byzantine Empire, Washington, D.C. 1987. Tsitouridou-Turbié 2000: Tsitouridou-Turbié A., “Remarques sur le programme iconographique de l’église Sauveur à Veroia”, στο Koch G. (επιστ. επιμ.), Byzantinische Malerei: Bildprogramme - Ikonographie - Stil: Symposion in Marburg vom 25. -29.6.1977, Wiesbaden 2000, σελ. 337-344. Uyar – Karamaouna – Peker: Uyar Τ. – Karamaouna Ν. – Peker N., “Female donors in thinteenth century. Wall-paintings in Cappadocia”, Wiener Jahrbuch für Kunstgeschichte 54 (υπό εκτύπωση). Vryonis 1971: Vryonis Sp., The Decline of Hellenism in Asia Minor and the Process of Islamization from the Eleventh through the Fifteenth Centuries, Berkley 1971. Weyl Carr 2006: Weyl Carr A., “Donors in the frames of icons: Living in the borders of Byzantine art”, Gesta 45/2 (2006), 189-198. Whittemore 1942: Whittemore Th., The Mosaics of Haghia Sophia at Istanbul, Third Preliminary Report, “The Imperial portraits of the South Gallery”, Οξφόρδη 1942.